Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

Ιστορίες καθημερινής τρέλας!!!!





















''Δεν ξέρεις ποιος είμαι''
''Δεν ξέρεις ποιος είμαι'',
ούρλιαζε ασταμάτητα...
Δεν κατάλαβα αν με κατηγορούσε, αν μου παραπονιόταν,
ή αν μίλαγε απλώς η απελπισία δανειζόμενη το στόμα του!
Μπορεί να είχε δίκιο...Αλλά τι περίμενε;
Εδώ δεν γνωρίζουμε τους εαυτούς μας!
Πόσο εγωισμό και απληστία επομένως φανέρωνε μια τέτοια απαίτηση;
Δεν ξέρω καν ποιος είμαι εγώ, πως περιμένεις να μάθω τι είσαι εσύ;

Χώμα στο στόμα, στα μάτια, χώμα παντού...

Έμοιαζε με κάποιον που μόλις είχε ξεθαφτεί.
Επικίνδυνο πράγμα να κουβαλάς στο πίσω μέρος του αμαξιού σου 
κάποιον που μπορεί να είναι νεκρός.
Άσε, που αρχίζεις να αναρωτιέσαι για το αν είσαι ζωντανός κι εσύ ο ίδιος.
Ή έχεις παγιδευτεί, σε κάποιο από τα παιχνίδια που στήνουν οι θεοί,
για να κάνουν πλάκα στους θνητούς!
Σε μια αλλόκοτη χωρο-χρονική στοά
που πιθανόν να σε οδηγήσει στο πιο απαίσιο μυστικό σου.

Δεν έχει υπάρξει Φθινόπωρο που να μύριζε μπελάδες περισσότερο από αυτό!
Μπελάδες...και καταστροφή!
Όταν την είδα ήταν λες και γέρασα απότομα.
Χρόνια μέσα σε μια στιγμή.
Σαν προκαταβολή πόνου γι'αυτό που θα επακολουθούσε.
Σαν προειδοποίηση από κάποιον που νοιαζόταν ακόμα για μένα.

Άρχισα να γεύομαι από νωρίς τον θάνατο μου.
Λίγο πριν σε κατασπαράξει η τίγρης,
παίζει μαζί σου,
κάνει βόλτες γύρω από σένα,
οσφραίνεται τον φόβο σου,
σαδιστικά.
Δεν χυμάει κατευθείαν.
Για να σε κάνει να σκεφτείς-έστω για λίγο-ότι θα γλυτώσεις!
Έμοιαζε με τίγρη...αλλά ήταν σκοτάδι όταν την γνώρισα
και δεν μπορούσα να διακρίνω μες στο σκοτάδι, τα κοφτερά της δόντια.
Μου είπε το όνομα της.
Αλλά- εκεί που βρέθηκα με το που μου μίλησε-
δεν υπήρχαν ονόματα,
δεν υπήρχαν άνθρωποι τριγύρω,
δεν υπήρχε τίποτα!
Είναι αστείο....
Κάθε σαρκοβόρο πλάσμα που γνωρίζεις, σε κάνει να ξεχνάς ότι εσύ έχεις γεννηθεί τροφή.
Κάποιοι από εμάς έχουμε γεννηθεί για να ταϊζουμε αυτούς.
Να ταϊζουμε τα δόντια τους,
την κάβλα τους,
τα σπλάχνα τους,
να γεμίσουμε το κενό τους.
Και αφού κατασπαραχθούμε, μισότρελοι και φαγωμένοι, να πεταχτούμε κάπου μακρυά.
Λες και δεν το γνώριζα!
Φυσικά και το γνώριζα!
Τίγρης και θάνατος κι ανάσα βαριά.
Καταδικασμένος στο πουθενά...
Μέσα της, δεν ήμουν μόνο εγώ που ένιωθα όμορφα.
Κι όταν ούρλιαζε από ηδονή, 
ήμουν ο σπινθήρας που της το προκαλούσε...

Αλλά δεν γεμίζει.
ΠΟΤΕ.
Το κενό των σαρκοβόρων δεν γεμίζει ΠΟΤΕ!

Είχε σταματήσει να με κατηγορεί και κοίταζε γύρω του ανήσυχος.
Από το καθρεφτάκι του οδηγού, παρατηρούσα τη μεταβολή στο βλέμμα του.
Είχε παραιτηθεί.
Δεν ξέρω από τι.
Όλοι παραιτούμαστε κάποια στιγμή.
Σταματάμε να ουρλιάζουμε, σταματάμε να απαιτούμε.
Να μάθουμε....Να μας μάθουν...
Κι αποδεχόμαστε την ήττα, την μοίρα.
....Κανείς δεν μπορεί να σου διδάξει την πτώση!
Γυρνάς μια μέρα, κοιτάζεις γύρω σου κι αντιλαμβάνεσαι ότι ποτέ,
ούτε για μια στιγμή της ζωή σου δεν πατούσες σε στέρεο έδαφος.
Έπεφτες....από την αρχή....
Απλά είναι κάτι που αρνείσαι να δεις.
Με τον καιρό μαθαίνεις ότι γεννήθηκες με τα μάτια κλειστά.
Ίσως ένα δώρο από τους θεούς,
για να περάσεις έστω λίγα χρόνια της ζωής σου,
με την παραίσθηση της ομορφιάς.
Ίσως, βέβαια, να είναι ένας ακόμα σαδισμός από τους Θεούς,
για να υποφέρεις περισσότερο σαν αντικρύσεις, για πρώτη φορά, την ασχήμια!
Άλλωστε αν τη συνειδητοποιούσες από την αρχή, θα σου κόστιζε λιγότερο.
Συνέχισε να κοιτάζει άπληστα το τοπίο γύρω του που χάνονταν,
καθώς διασχίζαμε μια έρημη πατρίδα.
Εγώ κι εκείνος....μετεωρίτες....σακατεμένοι....ανασφάλεις...
Δεν ήξερα ποιος είμαι, τι είναι,
αλλά έπρεπε να τον μεταφέρω κάπου.
Εδώ θα τον έτρωγαν τα όρνια.
Εδώ όταν σκοτεινιάζει, παύουμε να κοιτάζουμε στα μάτια τον άλλον.
Όχι μόνο από φόβο, αλλά και γιατί είναι μάταιο.
Κοιτάζεις κάποιον όταν θέλεις κάτι από αυτόν.
Κοιτάζεις κάποιον όταν θέλεις να τον μάθεις.
......Τώρα που κάθε βήμα μας γίνεται σε ξερή γη,
τώρα που καταλάβαμε ότι τίποτα δεν μπορούμε να μάθουμε
(και τίποτα δεν μπορεί να μας μάθει),
τώρα πια δεν κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον.....
.......Παρά μόνο πλαγίως....
π.χ από το καθρεφτάκι του οδηγού....
Και λόγος που κοιτάζουμε είναι για προφυλαχτούμε, αν μας επιτεθεί!

Κοίταξα στη θέση του συνοδηγού,
μπας και μπορέσω να σχηματίσω στο μυαλό μου την εικόνα της,
μπας και μπορέσω να πείσω τον εαυτό μου ότι συνταξιδεύουμε ακόμα.
Εκείνη δεν ήταν εδώ.
(Και μεταξύ μας, ουσιαστικά ποτέ δεν ήταν)
Άπλωσα το χέρι μου στο κάθισμα του συνοδηγού,
για να αγγίξω τους μηρούς της,
ήταν κάτι που το γούσταρε πολλές φορές όταν οδηγούσα,
μάλλον της άρεσε να την χαϊδεύω δίχως να την κοιτάω,
ή δίχως να κοιτάζει εκείνη,
μόνο βογγώντας,
με μάτια κλειστά,
μόνο να φαντασιώνεται στο μυαλό της κάποιον που δεν υπάρχει!
Έτσι γίνεται με αυτούς που τρώγονται από το ίδιο τους το κενό,
εξιδανικεύουν ακατάπαυστα για να κρατήσουν την επιθυμία ζωντανή.
Την φαντάστηκα κι εγώ ότι είναι ακόμα στο κάθισμα του συνοδηγού,
και καθώς την χαϊδευα, χάθηκα κάπου ζεστά,
σ΄ένα υγρό μέρος που μύριζε ανεκπλήρωτες υποσχέσεις.
Όλοι εκεί-κατά βάθος-θέλουμε να χαθούμε.
Άλλωστε τις υποσχέσεις που εκπληρώνονται, σύντομα τις βαριόμαστε.
Αυτή ήταν και θα είναι η ανθρώπινη φύση...
Συνέχισα να την φαντάζομαι,
μέχρι που αντιλήφθηκα πως ήμουν μόνος στο αμάξι.
Ο τύπος στο πίσω κάθισμα είχε εξαφανιστεί.
Πιθανώς δεν μπορούσε να αντέξει τη δυστυχία κάποιου 
που αγγίζει το κάθισμα του συνοδηγού και φαντάζεται κάτι που δεν υπάρχει.
Έτσι, συνέχισα το ταξίδι,
δίχως να περιμένω τίποτα από κανέναν.
Δίχως να ξέρω που πάω.
Αυτός είναι και ο ασφαλέστερος τρόπος άλλωστε,
για να μην χαθείς ποτέ σου!


Μάνος Σαββίδακης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου