Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

Απλά Μαθήματα Οικονομίας


Μέρος 1ο
Αφότου ενέσκηψε η κρίση, υπήρξε μια εκδοτική έκρηξη στο πολιτικό και οικονομικό βιβλίο. Πολλά από τα βιβλία αλλά και τα άρθρα που κυκλοφόρησαν, επιχείρησαν να δώσουν ερμηνεία στην καπιταλιστική κρίση. Παράλληλα, όμως, με τις κλασικές ή λιγότερο κλασικές ερμηνείες, προέκυψαν δεκάδες ερωτήματα που σχετίζονταν με «τεχνικά» ζητήματα.
Τα δελτία ειδήσεων πλημμύρισαν με όρους που ο κόσμος για πρώτη φορά άκουγε ή σε κάθε περίπτωση δεν ήξερε το περιεχόμενό τους.
Σήμερα η ανάγκη για αποσαφήνιση τέτοιων όρων είναι επείγουσα, αφού στο βαθμό που κατανοούμε το τι σημαίνουν, καταλαβαίνουμε και τη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος, το μηχανισμό της κρίσης, τον τρόπο κάρπωσης της υπεραξίας κ.ά.
Κάνουμε, λοιπόν, μια πρώτη προσπάθεια να προσεγγίσουμε κάποια από αυτά τα «τεχνικά» ζητήματα, συζητώντας με τον Σταύρο Μαυρουδέα, καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Του υποβάλαμε ορισμένες ερωτήσεις τις οποίες και παρουσιάζουμε (σε δυο συνέχειες) μαζί με τις απαντήσεις που δόθηκαν.

1. Τι είναι το χρηματιστήριο;
Ο όρος χρηματιστήριο (ή κεφαλαιαγορά) αναφέρεται στις οργανωμένες (και συνήθως αναγνωρισμένες από το κράτος) αγορές κεφαλαίου. Σε αυτές γίνονται αγοραπωλησία στοιχείων κεφαλαίου. Αυτά είναι είτε οι λεγόμενες «κινητές αξίες» (π.χ. μερίδια κεφαλαίου ανωνύμων εταιρειών, τραπεζικά, κρατικά ή άλλα ομόλογα κλπ.) είτε εμπορεύματα. Τυπικά τα χρηματιστήρια διακρίνονται σε Αξιών, Εμπορευμάτων και Ναύλων.
Οι κεφαλαιαγορές είναι ο ένας από τους δύο πυλώνες του χρηματοπιστωτικού συστήματος στον καπιταλισμό, ενώ ο άλλος είναι οι τράπεζες. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι ο καπιταλιστικός μηχανισμός με τον οποίο το χρήμα μετατρέπεται σε κεφάλαιο, δηλαδή μπορεί να αγοράζει μισθωτή εργασία και συνεπώς να την εκμεταλλευθεί (εξάγοντας υπεραξία). Αυτό γίνεται γιατί μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος οι επιχειρήσεις (δηλαδή οι μηχανισμοί αγοράς και εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας) αποκτούν τα αναγκαία χρηματικά διαθέσιμα για την λειτουργία τους.
Ο τρόπος λειτουργίας των κεφαλαιαγορών διαφέρει ριζικά από αυτό του τραπεζικού συστήματος. Κατ’ αρχήν ο τραπεζικός δανεισμός είναι μία συμφωνία πάνω σε ένα τραπέζι μεταξύ δύο συμβαλλομένων και δεν είναι μία ανοικτή διαπραγμάτευση στην οποία μπορεί να προσέλθει ο οποιοσδήποτε. Δεν είναι δηλαδή μία πράξη καθαρής αγοράς. Επιπλέον, όταν μία τράπεζα δανείζει μία επιχείρηση τότε πρόκειται να της επιστραφεί το ποσό του δανείου μαζί με την «αμοιβή» της (τους τόκους). Θα λάβει το ποσό αυτό άσχετα με το εάν η επιχείρηση πήγε καλά ή όχι. Δηλαδή ο χρηματοδότης (η τράπεζα) δεν συμμετέχει στον επιχειρηματικό κίνδυνο. Σύμφωνα με την Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία, ο τόκος είναι τμήμα της υπεραξίας -που παράγεται υπό τον έλεγχο της παραγωγικής επιχείρησης και όχι της τράπεζας – και αποδίδεται στην δεύτερη σαν «αμοιβή» για την χρηματοδότηση της.
Αντίθετα, η χρηματοδότηση μέσω της κεφαλαιαγοράς σημαίνει ότι η επιχείρηση πουλά τμήμα των περιουσιακών στοιχείων της (μετοχές) και συνεπώς ο χρηματοδότης γίνεται συνιδιοκτήτης της. Συνεπώς συμμετέχει στον επιχειρηματικό κίνδυνο. Αυτό σημαίνει ότι εάν υπάρξουν κέρδη τότε λαμβάνει το μερίδιο του (μέρισμα) ενώ εάν δεν υπάρξουν δεν παίρνει τίποτα. Επίσης συμμετέχει στην αύξηση της αξίας ή αντίστοιχα στην μείωση της αξίας της επιχείρησης που αποτυπώνεται στην αξία της μετοχής.
Η χρηματοδότηση μέσω του τραπεζικού συστήματος είναι συνήθως πιο ακριβή για την επιχείρηση αλλά ταυτόχρονα είναι πιο σταθερός μηχανισμός συνολικά για το σύστημα καθώς, ακριβώς επειδή δεν είναι διαδικασία καθαρής αγοράς, είναι λιγότερο επιρρεπής σε πανικούς και συνεπώς στην ανεξέλεγκτη μετάδοση προβλημάτων. Αντιθέτως, η χρηματοδότηση μέσω του χρηματιστηρίου είναι πολύ πιο ευέλικτη και συνήθως φθηνότερη αλλά ταυτόχρονα είναι πιο επιρρεπής σε πανικούς και συνεπώς στην ανεξέλεγκτη μετάδοση προβλημάτων.

2. Τι σημαίνει ομόλογο και τι μετοχή;
Μετοχή είναι ένα από τα ίσα μερίδια, στα οποία διαιρείται το κεφάλαιο μιας πολυμετοχικής (δηλ. ανώνυμης) εταιρίας. Εκφράζει μερίδιο στην ιδιοκτησία της επιχείρησης και δίνει αντίστοιχα δικαιώματα στη διεύθυνση της (υπό κάποιους περιορισμούς) καθώς και στα κέρδη της. Οι μετοχές μπορεί να διακρίνονται σε κοινές, προνομιούχες και επικαρπίας, ονομαστικές και ανώνυμες, μετά ψήφου ή χωρίς ψήφο, σε διαπραγματεύσιμες ή μη διαπραγματεύσιμες στο χρηματιστήριο.
Η κοινή μετοχή είναι ο πιο συνηθισμένος τύπος και περιλαμβάνει όλα τα βασικά δικαιώματα ενός μετόχου, όπως συμμετοχή στα κέρδη, στην έκδοση νέων μετοχών, στο προϊόν της εκκαθάρισης, καθώς και δικαίωμα ψήφου στη γενική συνέλευση της εταιρείας και συμμετοχής στη διαχείρισή της.
Η προνομιούχος μετοχή απλά έχει μία προτεραιότητα των κοινών μετοχών, στη λήψη μερίσματος και στην εκκαθάριση σε περίπτωση διάλυσης της επιχείρησης. Από την άλλη όμως, συνήθως, στερείται του δικαιώματος ψήφου και συμμετοχής στη διεύθυνση της επιχείρησης.
Το ομόλογο είναι ένας δανειακός τίτλος (χρεόγραφο), που ο εκδότης του έχει την υποχρέωση να καταβάλει, στη λήξη της σύμβασης, την ονομαστική αξία του. Στην περίπτωση των ομολόγων με κουπόνι τότε οφείλει να καταβάλει σε τακτά διαστήματα ένα ποσό χρημάτων (το κουπόνι). Το ομόλογο είναι ουσιαστικά ένα δάνειο το οποίο όμως δεν συνάπτεται μέσω του τραπεζικού συστήματος αλλά μέσω της κεφαλαιαγοράς. Ο εκδότης είναι ο οφειλέτης, ο κάτοχος ομολόγων ο δανειστής και το κουπόνι (αν υπάρχει) είναι ο τόκος. Υπάρχουν χρεόγραφα με διάρκεια (ωριμότητα) μικρότερη του ενός έτους που είναι είτε γραμμάτια είτε συναλλαγματικές.

3. Πώς εκδηλώθηκε η κρίση στις ΗΠΑ το 2008 με τα στεγαστικά δάνεια; Τι σημαίνει ότι στεγαστικά δάνεια τιτλοποποιούνταν και πωλούνταν;
Η τρέχουσα κρίση δεν είναι μία «αυτοτελής» κρίση και, πολύ περισσότερο δεν είναι απλά μία χρηματοπιστωτική κρίση (όπως διατείνονται τόσο οι ορθόδοξες προσεγγίσεις όσο και οι ριζοσπαστικές θεωρίες περί χρηματιστικοποίησης). Αποτελεί συνέχεια της μεγάλης δομικής κρίσης του 1973-75 και το έδαφος της είναι πρώτα και κύρια η σφαίρα της παραγωγής (και όχι της κυκλοφορίας και του χρηματοπιστωτικού συστήματος).
Οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που ακολούθησαν το ξέσπασμα της κρίσης του 1973-75 είχαν σαν αποτέλεσμα μία σχετικά αναιμική ανάκαμψη της κερδοφορίας και εν τέλει της συσσώρευσης που όμως δεν κατάφεραν να λύσουν το μακροπρόθεσμο πρόβλημα της εξεύρεσης μίας νέας λειτουργικής και βιώσιμης αρχιτεκτονικής του συστήματος. Αυτή η αναιμική ανάκαμψη πέρασε από μία σειρά κυκλικές διακυμάνσεις που σημαδεύθηκαν επίσης από αντίστοιχες περισσότερο ή λιγότερο σοβαρές κρίσεις (πχ. κραχ του 1987, συναλλαγματικές κρίσεις της δεκαετίας του 1990). Ιδιαίτερα σημαδεύθηκε από μία καθοδική φάση την περίοδο 2000-2003 που ακολουθήθηκε από μία ανάκαμψη το 2003-2007. Ήδη, όμως, μετά την ύφεση του 2000-3 τα σημεία κάμψης της αύξησης του ποσοστού υπεραξίας και συνεπώς της δυνατότητας αντιρρόπησης της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους άρχισαν να γίνονται εμφανή. Από το 2005-6 ο ρυθμός μεγέθυνσης της αμερικάνικης οικονομίας άρχισε να λαχανιάζει ενώ από το 2004 εκδηλώθηκε κάμψη του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας (που δείχνει επίσης κάμψη του ρυθμού της αύξησης της εκμετάλλευσης της εργασίας).
Εμπρός στην κατάσταση αυτή το σύστημα, ήδη από το 2000, κατέφυγε στη φυγή προς τα μπροστά. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα τροφοδότησε με ρευστότητα το σύστημα και άρα βοήθησε στη δημιουργία επενδύσεων και κατανάλωσης με στοιχήματα στο μέλλον τόσο από τους καπιταλιστές (πλασματικό κεφάλαιο, δηλ. στοίχημα σε μέλλουσα να εξαχθεί υπεραξία) όσο και από τα λαϊκά στρώματα (υπερδανεισμός). Αυτό δημιούργησε πράγματι μία επιπλέον διόγκωση του χρηματικού κεφαλαίου, δηλαδή τη λεγόμενη «χρηματιστικοποίηση». Σημειωτέον ότι ένα τέτοιο φαινόμενο κατά τα προστάδια της κρίσης είναι μία συνηθισμένη και γνωστή διαδικασία (που έχει επισημανθεί ρητά από την θεωρία της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους παλαιόθεν). Αυτή η χρηματοπιστωτικά υποβοηθούμενη επέκταση μετέθεσε στο μέλλον τα προβλήματα της πραγματικής καπιταλιστικής συσσώρευσης. Η ανάπτυξη του πλασματικού κεφαλαίου οδήγησε, μέσω της μόχλευσης (τα νέα χρηματοπιστωτικά προϊόντα) σε «φούσκες» και συνεπώς η υπερσυσσώρευση επιδεινώθηκε. Όλο αυτό το «τρελό τσίρκο» όμως άντεχε όσο μπορούσε να αυξάνει η εκμετάλλευση της εργασίας. Αυτό πήρε την μορφή παροχής ολοένα και περισσότερου απλήρωτου χρόνου με αντάλλαγμα την διατήρηση του διαθέσιμου εισοδήματος. Δηλαδή, οι εργαζόμενοι αύξαναν τον χρόνο εργασίας τους (αυξάνοντας δυσανάλογα το απλήρωτο τμήμα του) για να μπορέσουν να διατηρήσουν την αγοραστική τους δύναμη. Από την στιγμή που αυτή η διαδικασία αύξησης της υπεραξίας άρχισε να λαχανιάζει (όπως ήταν αναμενόμενο γιατί για να μπορεί το ποσοστό υπεραξίας να αντιρροπεί την αύξηση της ΟΣΚ πρέπει να αυξάνει με ολοένα και επιταχυνόμενους ρυθμούς που καταντούν στο τέλος εξωπραγματικοί) τότε κατέρρευσαν τα «στοιχήματα». Οι προσδοκίες για αυξανόμενη μέλλουσα να εξαχθεί υπεραξία από επιχειρηματικά σχέδια κατέρρευσαν και ταυτόχρονα κατέρρευσε η ικανότητα των εργαζομένων να διατηρούν μέσω δανεισμού το επίπεδο διαβίωσης τους. Ήταν ο συνδυασμός αυτός που οδήγησε, που ξεκίνησε από την σφαίρα της παραγωγής, που έκανε ένα υπό άλλες συνθήκες ασήμαντο πρόβλημα στεγαστικής πίστης να λειτουργήσει σαν θρυαλλίδα. Η κατάρρευση των «στοιχημάτων» ξεκίνησε από την αδυναμία του παραγωγικού κεφαλαίου να εξάγει υπεραξία με τους απαιτούμενα γοργούς ρυθμούς. Αυτό έθιξε άμεσα το πράγματι αφύσικα ψηλά μερίδιο υπεραξίας που αναδιανέμονταν προς το χρηματικό κεφάλαιο. Και αυτό οδήγησε στην χρεοκοπία χρηματοπιστωτικών οργανισμών που με την σειρά τους επιδείνωσαν την κατάσταση των παραγωγικών επιχειρήσεων.
Συνεπώς, η κρίση ξεκίνησε από το παραγωγικό κεφάλαιο, εκφράσθηκε σαν κρίση στεγαστικής πίστης στις ΗΠΑ, μεταφέρθηκε στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και επέστρεψε για να επιτείνει την κρίση του παραγωγικού κεφαλαίου. Η κρίση δεν πήρε την μορφή που έχει από την αυτονόμηση του χρηματικού κεφαλαίου αλλά ακριβώς αντίθετα επειδή το χρηματικό κεφάλαιο (και ιδιαίτερα οι πλασματικές δραστηριότητες του) είναι πάντα εν τέλει δέσμιο του παραγωγικού κεφαλαίου. Η δράση αυτή του χρηματικού κεφαλαίου διευκόλυνε κατ’ αρχήν το παραγωγικό κεφάλαιο καθώς ετεροχρόνισε την επαπειλούμενη κρίση. Όμως τελικά ο ετεροχρονισμός της κρίσης οδήγησε, όταν αυτή αναπόφευκτα ξέσπασε, στο να πάρει ακόμη χειρότερες διαστάσεις.

12/03/2012 από Stavros Mavroudeas

Φ.Α
(συνεχίζεται) 

1 σχόλιο:

  1. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τα λόγια του βραβευμένου ακαδημαϊκού και συγγραφέα Ζαν Πωλ Μπριγκέλλι, ο οποίος, σε ένα εκτενές άρθρο του στο περιοδικό Marianne κατά του γερμανικού ηγεμονισμού στην Ευρώπη, γράφει: «Η Ελλάδα και η Ιταλία είναι ο πολιτισμός. Οι χώρες που τώρα θέλουν να τις καταστρέψουν, δεν υπήρχαν όταν ο Δημοσθένης, ο Περικλής, ο Σοφοκλής, ο Σωκράτης και άλλοι εξηγούσαν ότι ο κόσμος είναι πολιτισμός και όχι μια οικονομική μηχανή...».
    Δεν πρέπει ούτε εμείς ούτε οι υπόλοιποι ευρωπαϊκοί λαοί να αναγνωρίσουμε ούτε να επιτρέψουμε την εγκαθίδρυση της νέας Συνθήκης-Φυλακής για την Σταθερότητα και την Οικονομική Διακυβέρνηση ούτε τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης που θα καταστήσουν πλέον απροκάλυπτα ολόκληρη την «Ευρωπαϊκή Ένωση» έναν ολοκληρωτικό μηχανισμό ηγεμονίας του τοκογλυφικού και μεγάλου κεφαλαίου και θα μας αλυσοδέσουν οπισθάγκωνα.
    Οφείλουμε επίσης να δηλώσουμε δημόσια προς τους επίσημους εκπροσώπους των δανειστών Τρόικα, Ε.Ε., Δ.Ν.Τ. Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ιδιώτες διαπραγματευτές «αναδιάρθρωσης» του χρέους (Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο) ότι τα σχέδια που επιχειρούν να προωθήσουν ως αποφάσεις της παράνομης κυβέρνησης και του απαξιωμένου κοινοβουλίου της χώρας μας, δεν πρόκειται να αναγνωρισθούν από τον ελληνικό λαό και θα ανατραπούν με την κατάκτηση της εξουσίας από αυτόν. Ούτε η επικείμενη συμφωνία με τους Δανειστές και η νέα δανειακή σύμβαση ούτε τα νέα μνημόνια που θα την ακολουθήσουν.
    Ποιος θα τολμήσει ή θα μπορέσει να μας εμποδίσει όταν γίνουμε ένα τεράστιο μαχητικό κύμα, όταν η ακτινοβολία των ιδεών μας λάμπει σαν ήλιος σε όλο τον τόπο, όταν αρματωθούμε με τα καλύτερα όπλα της παράδοσής μας και της καταλυτικής ανάγκης του σήμερα;
    Οι Έλληνες μπορούμε και πρέπει να βρούμε το νήμα, και να το δείξουμε στους άλλους λαούς, της εξόδου από την άβυσσο που μας περικυκλώνει θανάσιμα. Να γίνουμε οι τιμωροί κάθε επικυρίαρχου επίδοξου δυνάστη ή ολιγάρχη, να ανοίξουμε τον δρόμο της πνευματικής και κοινωνικής επανάστασης, της φωτεινής προοπτικής. Ας μείνουμε ενωμένοι και αλύγιστοι μέχρι να ακουστεί από τα χείλη όλων το χαρμόσυνο άγγελμα: «Νενικήκαμεν»!manosSavvidakis

    ΑπάντησηΔιαγραφή